- αερόχρωμος
- και αεροχρώματος, -η, -οαυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, τού ουρανού, γλαυκός, γαλάζιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + χρώμαη λ. αεροχρώματος πλάστηκε από τον Ιάκωβο Πολυλά για να αποδώσει το ομηρικό ἠεροειδής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αερίζω — (Α ἀερίζω) (Ν και ἀγερίζω) νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. εκθέτω κάτι στον αέρα για αερισμό 2. προκαλώ πνοή αέρα με οποιοδήποτε μέσον κάνοντας κατάλληλες κινήσεις, δροσίζω κάποιον 3. ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου 4. (απροσ.) αερίζει φυσά ελαφρά,… … Dictionary of Greek
αερικός — και αγερικός και αρικός, ή, ό (ΑΜ ἀερικός, η, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, που τόν έχει πάρει ο αέρας 2. αυτός που έχει εκτεθεί στον αέρα για να αεριστεί 3. ευάερος, δροσερός 4. αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, αερόχρωμος,… … Dictionary of Greek
αεροειδής — ές (Α ἀεροειδής, ές) (στην αρχαία, επική και ιωνική διάλεκτο ἠεροειδής) ο όμοιος με τον αέρα, αυτός που έχει τις ιδιότητες ή κάποια από τις ιδιότητες τού αέρα αρχ. 1. εκείνος που έχει το χρώμα τού αέρα ή τού ουρανού, αερόχρωμος, ουρανόχρωμος 2.… … Dictionary of Greek
αεροχρώματος — η, ο βλ. αερόχρωμος … Dictionary of Greek
αερώδης — ες (Α ἀερώδης) [ἀήρ] 1. ο όμοιος με τον αέρα, αραιός, λεπτός, άυλος, ελαφρός 2. αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, τού ουρανού, ο αερόχρωμος 3. ο γεμάτος αέρα 4. το ουδ. ως ουσ. το αερώδες αερώδης φύση, σύσταση … Dictionary of Greek